πολιτισμικός

πολιτισμικός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πολιτισμό γενικά
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ιδίως στον υλικό πολιτισμό
3. φρ. «πολιτισμικό μοντέλο»
(κοινων.) η σταθερή οργάνωση τών πολιτιστικών χαρακτηριστικών, η δομή τών στοιχείων αυτών, σε αντιδιαστολή με το περιεχόμενό τους, αλλ. πολιτιστικό πρότυπο ή πολιτιστικό σχήμα ή πολιτιστικός διασχηματισμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Nikiforos Diamandouros — (griechisch Νικηφόρος Π. Διαμαντούρος, * 25. Juni 1942 in Athen) ist ein griechischer Soziologe und Historiker. Seit 2003 ist er Europäischer Bürgerbeauftragter. Inhaltsverzeichnis 1 Biografie 2 Werke …   Deutsch Wikipedia

  • ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… …   Dictionary of Greek

  • πολιτιστικός — ή, ό, Ν 1. (κοινων.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πνευματικό, ιδίως, πολιτισμό και στα επιμέρους στοιχεία του 2. ο πολιτισμικός 3. φρ. α) «πολιτιστική εξέλιξη» η ανάπτυξη ενός πολιτισμού από τις απλούστερες προς τις πιο πολύπλοκες μορφές με …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”