- πολιτισμικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πολιτισμό γενικά2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ιδίως στον υλικό πολιτισμό3. φρ. «πολιτισμικό μοντέλο»(κοινων.) η σταθερή οργάνωση τών πολιτιστικών χαρακτηριστικών, η δομή τών στοιχείων αυτών, σε αντιδιαστολή με το περιεχόμενό τους, αλλ. πολιτιστικό πρότυπο ή πολιτιστικό σχήμα ή πολιτιστικός διασχηματισμός.
Dictionary of Greek. 2013.